αιθερομανής

αιθερομανής
ο эфироман

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αιθερομανής" в других словарях:

  • αιθερομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και αιθερομανιακός, ή, ό αυτός που έχει το πάθος να εισπνέει αιθέρα: Τον πήγαν στο νοσοκομείο, γιατί είναι αιθερομανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιθερομανής — ές αυτός που έχει το πάθος τής αιθερομανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, έρος + μανής < μαίνομαι] …   Dictionary of Greek

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

  • αιθερομανία — Είδος τοξικομανίας. Σύμφωνα με αυτήν το άτομο οδηγείται από ακατάσχετη παρόρμηση στη συνεχή και αυξανόμενη χρήση αιθέρα. Ο αιθερομανής καταναλώνει τον αιθέρα με οσμές, ανακατεμένο σε οινόπνευμα ή και άκρατο. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης που… …   Dictionary of Greek

  • αιθεροπότης — ο ο αιθερομανής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιθέρας + πότης < πίνω. ΠΑΡ. αιθεροποσία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»